αναγυρίδα

αναγυρίδα
η [ανάγυρος Ι]
1. περιστροφική κίνηση
2. ελικοειδής, περιφερικός δρόμος
3. περιφορά νεκρού ή εικόνων κατά τη λιτανεία
4. περίπατος, βόλτα
5. επιστροφή, επάνοδος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αναγυρίδα — η γύρος βόλτα: Κάναμε μια αναγυρίδα στο χωριό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάγυρος — (I) η, ο αυτός που κάνει γύρους, λοξός, ελικοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γύρος. ΠΑΡ. αναγυρίδα]. (II) ἀνάγυρος, ο (Α) η Ανάγυρις* …   Dictionary of Greek

  • αναγυρίδια — τα [αναγυρίδα] απόγυροι, κύκλοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”